αμοιβάδα

αμοιβάδα
Πρωτόζωο της ομοταξίας των ριζοπόδων, είδος κοινό στα γλυκά νερά. Το μέγεθός του φτάνει το πολύ ένα χιλιοστό, στην α. πρωτέα.Χαρακτηριστικός είναι o τρόπος που κινείται: στερείται μεμβράνης και το κυτταρόπλασμα προεκτείνεται με μορφή ριζοειδών ή δακτυλοειδών προεκβολών (ψευδοπόδια) που επιτρέπουν στο πρωτόζωο αυτό να κινείται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση με κινήσεις που αποκαλούνται αμοιβαδοειδείς. Υπάρχουν όμως και α. που έχουν περίβλημα (θηκαμοιβάδες), σε αντίθεση με τις γυμναμοιβάδες, από τις οποίες μερικές είναι παράσιτα του ανθρώπου, όπως η ιστολυτική α., μόνο παθογόνο είδος, που προκαλεί την αμοιβάδωση. Σε αντίθεση με τα παράσιτα του ανθρώπου, δεν είναι παθογόνος η α. που ζει στο παχύ έντερο. Η α. πολλαπλασιάζεται με απλή διχοτόμηση και o βιολογικός της κύκλος περιλαμβάνει πέντε διαδοχικά στάδια. Στο σχέδιο παριστάνεται αμοιβάδα σε μεγάλη μεγέθυνση, ενώ αιχμαλωτίζει με δύο ψευδοπόδια ένα τροχόζωο και αρχίζει να το αφομοιώνει. Η αμοιβάδα πρωτέας (φωτ. BBP).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμοιβάδα — η (ζωολ.), γένος πρωτόζωων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοιβάδα — ἀμοιβάς as change of raiment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβάδωση — Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαδοειδής — και αμοιβοειδής, ές αυτός που αναφέρεται στις αμοιβάδες ή έχει τα γνωρίσματα τών αμοιβάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος είναι ελληνογενής < αμοιβάδα + ειδής < είδος εκτός από τον όρο αμοιβαδοειδής, χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος αμοιβοειδής.… …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαδικός — ή, ό [αμοιβάδα] 1. αυτός που οφείλεται σε αμοιβάδωση* 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αμοιβάδωση, ο αμοιβαδοπαθής …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόσωμα — το αμοιβάδα που ζει ως ενδοκυτταρικό παράσιτο στα ερυθρά αιμοσφαίρια τών αμφιβίων και τών ερπετών …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”